- οπλιτικός
- -ή, -ό (Α ὁπλιτικός, -ή, -όν) [οπλίτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτηαρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτικήη τέχνη τού να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται βαριά όπλα3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁπλιτικόνα) η οπλιτική τέχνηβ) οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες, οι οπλίτες4. φρ. α) «τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν» — το να εκτελεί κανείς την υπηρεσία τών οπλιτώνβ) «ἡ ὁπλιτική δύναμις» — οι οπλίτες.
Dictionary of Greek. 2013.